- αποθαλασσώνομαι
- -ώθηκα, -ωμένος, ανυψώνομαι από τη θάλασσα: Το υδροπλάνο αποθαλασσώθηκε πολύ γρήγορα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποθαλασσώνομαι — αποθαλασσώνομαι, αποθαλασσώθηκα, αποθαλασσωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής